- ορτσάρω
- (пор. ορτσάρισα и όρτσαρα) 1. αμετ. мор. идти бейдевинд, идти против ветра;2. μετ. вести против ветра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορτσάρω — 1. οδηγώ ιστιοφόρο προς τη φορά τού ανέμου («ορτσάρισε, ορτσάρισε, / τον κάβο καβαντζάρισε», δημ. τραγούδι) 2. (για ιστιοφόρο πλοίο) προσάγομαι προς την κοίτη τού ανέμου («ορτσάρισε, μπρατσέρα μου, / να φέρεις τον αέρα μου», δημ. τραγούδι).… … Dictionary of Greek
ορτσάρισμα — το [ορτσάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ορτσάρω, η στροφή, η κίνηση τού πλοίου προς το ρεύμα τού ανέμου ώς τη γωνία πέρα από την οποία τα πανιά παύουν να δέχονται τον άνεμο … Dictionary of Greek
ιστώ — άω ναυτ. (για πλοία) 1. τοποθετώ τους ιστούς στο πλοίο 2. διευθύνω το πλοίο προς τον άνεμο, κν. τραβερσώνω ή ορτσάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλία Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ … Dictionary of Greek